-
1 истереть
изотру, изотрёшь, παρλθ. χρ..истер-ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. истертый, βρ: -рт, -а, -о,επιρ. μτχ. истерши κ. истерев ρ.σ.μ.1. τρίβω όλο ως το τέλος•-сыр на тёрке τρίβω όλο το τυρί στον τρίφτη.
|| καταναλώνω, εξαντλώ, σώνω τρίβοντας•2. φθείρω με την τριβή. || κάνω πληγή τρίβοντας.3. εξαφανίζω• ομαλύνω• σβήνω τρίβοντας.φθείρομαι εντελώς, εξαντλούμαι, σώνομαι•подошва -лась η σόλα τρίφτηκε•
резинка -лась το σβηστήρι σώθηκε•
пиджак -ся το σακκάκι τρίφτηκε (έλιωσε).
|| καταστρέφομαι, εξαφανίζομαι,•σβήνομαι•надпись на монете -лась η επιγραφή στη μονέδα σβήστηκε.