Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

истереть резинку σώνω (τελειώνω) το σβηστήρι τρίβοντας

  • 1 истереть

    изотру, изотрёшь, παρλθ. χρ..истер
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. истертый, βρ: -рт, -а, -о,
    επιρ. μτχ. истерши κ. истерев ρ.σ.μ.
    1. τρίβω όλο ως το τέλος•

    -сыр на тёрке τρίβω όλο το τυρί στον τρίφτη.

    || καταναλώνω, εξαντλώ, σώνω τρίβοντας•
    2. φθείρω με την τριβή. || κάνω πληγή τρίβοντας.
    3. εξαφανίζω• ομαλύνω• σβήνω τρίβοντας.
    φθείρομαι εντελώς, εξαντλούμαι, σώνομαι•

    подошва -лась η σόλα τρίφτηκε•

    резинка -лась το σβηστήρι σώθηκε•

    пиджак -ся το σακκάκι τρίφτηκε (έλιωσε).

    || καταστρέφομαι, εξαφανίζομαι,•σβήνομαι•

    надпись на монете -лась η επιγραφή στη μονέδα σβήστηκε.

    Большой русско-греческий словарь > истереть

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»